- αναπάντητο
- yanıtlanmamış, cevaplanmamış
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek
αναπάντητος — η, ο 1. αυτός που δεν πήρε απάντηση: Το έγγραφό μας αυτό έχει μείνει αναπάντητο. 2. αυτός που δεν έδωσε απάντηση: Της τα έψαλα για καλά, αλλά εκείνη έμεινε αναπάντητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)